- σιλφιοπώλης
- σιλφιοπώλης, ου, ὁ,A silphium-seller, CritiasFr.70 D.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σιλφιοπώλης — ὁ, Α αυτός που πουλάει σίλφιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίλφιον «είδος φυτού» + πώλης*] … Dictionary of Greek
σιλφιοπῶλαι — σιλφιοπώλης silphium seller masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)